Dictionary of Greek. 2013.
πανιστής — και παννιστής, ο [παν(ν)ίζω] 1. αυτός που καθαρίζει τον φούρνο με πανί, με φουρνόπανο 2. η πανιαρα, το φουρνόξυλο … Dictionary of Greek
παννιάρα — η βλ. πανιάρα … Dictionary of Greek