πανιάρα

πανιάρα
και παννιάρα, η [παν(ν)ί]
το φουρνόξυλο με το οποίο καθαρίζουν το εσωτερικό τού φούρνου από τα υπολείμματα τής ανθρακιάς, προκειμένου να βάλουν στον φούρνο νέα ψωμιά για ψήσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανιστής — και παννιστής, ο [παν(ν)ίζω] 1. αυτός που καθαρίζει τον φούρνο με πανί, με φουρνόπανο 2. η πανιαρα, το φουρνόξυλο …   Dictionary of Greek

  • παννιάρα — η βλ. πανιάρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”